- κνιδᾶται
- κνιδᾶται (κνηδ- cod.)· δάκνεται· ἴσως ἀπὸ τῆς πόας, Hsch.:—also [full] κνίδοντες (fort. κνιδῶντες) · κνίδῃ μαστιγοῦντες, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.